
Κληρονομικό Δίκαιο
Αποδοχές Κληρονομιάς
Με την επαγωγή της κληρονομιάς, ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομιά αλλά προσωρινά, αφού μπορεί είτε να την αποποιηθεί είτε να την αποδεχτεί και να καταστεί πλέον οριστικός κληρονόμος. Κρίσιμο είναι να αναφερθεί ότι το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να ασκηθεί από τους δανειστές του κληρονόμου όσο διαρκεί η προθεσμία της αποποίησης της κληρονομιάς. Μετά την αποδοχή της κληρονομιάς, επέρχεται η ένωση των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομιάς που επάγεται στον κληρονόμο και της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου, με αποτέλεσμα να ευθύνεται ο κληρονόμος απέναντι στους δανειστές του κληρονομουμένου και με την ατομική του περιουσία αλλά και οι δανειστές του κληρονόμου να μπορούν να ικανοποιηθούν και από την κληρονομιά, εκτός αν η αποδοχή κληρονομιάς λάβει χώρα με το ευεργέτημα της απογραφής.
Κληρονομητήριο
Κληρονομητήριο είναι το πιστοποιητικό που εκδίδεται από τη γραμματεία του Δικαστηρίου της κληρονομιάς, δυνάμει δικαστικής απόφασης που διατάσσει τη χορήγησή του. Το κληρονομητήριο δημιουργεί νόμιμο μαχητό τεκμήριο ότι αυτός που κατονομάζεται σε αυτό ως κληρονόμος έχει το κληρονομικό δικαίωμα που αναφέρεται σε αυτό και ότι δεν περιορίζεται από άλλες διατάξεις εκτός από εκείνες που αναγράφονται στο κληρονομητήριο. Η μεγάλη αξία του κληρονομητηρίου έγκειται στη δημόσια πίστη που παρέχει, πράγμα που σημαίνει ότι ο τρίτος που συναλλάσσεται καλόπιστα με τον αναγραφόμενο στο κληρονομητήριο ως κληρονόμο με αντικείμενο συναλλαγής που ανήκει στην κληρονομιά, προστατεύεται, εκτός αν ο ίδιος γνώριζε την ανακρίβειά του ή την ύπαρξη κάποιας ενέργειας για την παύση ή την τροποποίησή του.
Αγωγές κληρονομικού δικαίου
Οι πιο συνηθισμένες περιπτώσεις όπου προκύπτει ανάγκη δικαστικής διευθέτησης ζητήματος κληρονομικού δικαίου είναι η αγωγή περί κλήρου, κατά την οποία ο πραγματικός κληρονόμος απαιτεί από αυτόν που κατακρατεί κληρονομιαία αντικείμενα αντιποιούμενος κληρονομικό δικαίωμα να του τα αποδώσει, αναγνωρίζοντας ότι αυτός είναι ο πραγματικός κληρονόμος, η αγωγή διανομής της κληρονομιάς, κατά την οποία κάθε συγκληρονόμος έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη λύση της κοινωνίας (σύμφωνα με την αρχή του προϊσχύσαντος δικαίου «ουδείς άκων κοινωνός»), η οποία έρχεται να λύσει τα προβλήματα που δημιουργούνται συνήθως στην εξ αδιαθέτου διαδοχή με την ύπαρξη περισσότερων συγκληρονόμων, η μέμψη άστοργης δωρεάς, η οποία είναι ειδική αγωγή που παρέχεται στον νόμιμο μεριδούχο, του οποίου το δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα έχει προσβληθεί, να ανατρέψει τις χαριστικές δικαιοπραξίες που είχε καταρτίσει εν ζωή ο κληρονομούμενος και η αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας διαθήκης, για διάφορους λόγους που προβλέπει ο νόμος, κυρίως αν συντάχθηκε υπό καθεστώς πλάνης, απάτης ή απειλής, αν είναι πλαστή, αν δεν υπογράφηκε από τον ίδιο τον διαθέτη, αν ο διαθέτης κατά τον χρόνο σύνταξής της δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή κ.λπ.
Διαθήκες
Η διαθήκη είναι η δικαιοπραξία εκείνη, με την οποία ο διαθέτης τακτοποιεί όσο είναι ακόμη εν ζωή, τα ζητήματα της περιέλευσης της περιουσίας του μετά τον θάνατό του και για τον λόγο αυτό χρήζει απόλυτου σεβασμού τόσο από τους κληρονόμους όσο και από τον ερμηνευτή του δικαίου, ο οποίος καλείται να αναζητήσει την αληθινή βούληση του διαθέτη, στις περιπτώσεις που αυτή είναι αμφιλεγόμενη. Οι βασικοί τύποι διαθηκών που προβλέπονται από τον Αστικό Κώδικα είναι η ιδιόγραφη διαθήκη, την οποία ο διαθέτης γράφει ολόκληρη με το χέρι του, την χρονολογεί και την υπογράφει, η δημόσια διαθήκη, η οποία συντάσσεται ενώπιον συμβολαιογράφου και μαρτύρων, αποτελεί δηλαδή συμβολαιογραφικό έγγραφο, και η μυστική διαθήκη, κατά την οποία ο διαθέτης εγχειρίζει στον συμβολαιογράφο ενώπιον μαρτύρων έγγραφο, δηλώνοντας προφορικά ότι περιέχει την τελευταία του βούληση.